Λουκιανού «Πατρίδος εγκώμιον».

Ότι ουδέν είνε γλυκύτερον της πατρίδος έχει λεχθή προ πολλού. Αλλ’ όχι μόνον γλυκύτερον, αλλά και σεπτότερον και ιερώτερον δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Διότι όλων, όσα οι άνθρωποι νομίζουν σεβαστά και ιερά, η πατρίς είνε η αιτία, η οποία και μας τα εδίδαξε και μας ανέθρεψεν εις την πίστιν και τον σεβασμόν αυτών.

Οι περισσότεροι εκ των ανθρώπων θαυμάζουν τα μεγέθη, τας λαμπρότητας και τας πολυτελείς οικοδομάς των πόλεων, αλλά τας πατρίδας αγαπούν όλοι. Και δεν υπάρχει κανείς και εκ των πλέον τερπομένων εις τα ταξείδια και τα θεάματα, όστις να παρεσύρθη τόσον εις τον θαυμασμόν του δι’ όσα θαυμαστά είδεν εις ξένας χώρας, ώστε να λησμονήση την πατρίδα του. Εκείνος δε ο οποίος υπερηφανεύεται διότι είνε πολίτης ευδαίμονος πόλεως, μου φαίνεται ότι αγνοεί ποίον σεβασμόν πρέπει να απονέμη εις την πατρίδα του. Εγώ τουλάχιστον τέρπομαι να τιμώ και αυτό το όνομα της πατρίδος μου. Διότι όταν συγκρίνωμεν διαφόρους πόλεις μεταξύ των, πρέπει να εξετάζωμεν το μέγεθος, το κάλλος και την αφθονίαν των χρησίμων πραγμάτων. Αλλ’ όταν πρόκειται περί εκλογής, ουδείς θα προτιμήση αντί της πατρίδος του άλλην πόλιν ως λαμπροτέραν, αλλά θα ηύχετο μεν να ήτο και η πατρίς του ομοία με τας πλουσιωτέρας, προτιμά όμως αυτήν οιαδήποτε και αν είνε. Τούτο δε ακριβώς πράττουν και τα καλά τέκνα και οι χρηστοί πατέρες διότι ούτε υιός καλός και ενάρετος δύναται να προτιμήση άλλον αντί του πατρός του, ούτε πατήρ δύναται να παραμελήση τον υιόν του και αντ’ αυτού ν’ αγαπήση άλλον ως τέκνον του εξ εναντίας τόσον οι πατέρες τυφλούνται υπό του φίλτρου των, ώστε τα τέκνα των φαίνονται εις αυτούς τα ωραιότερα και ευρωστότερα και υπό πάσαν έποψιν καλλίτερα εκείνος δε ο οποίος δεν βλέπει κατ’ αυτόν τον τρόπον το τέκνον του, δεν μου φαίνεται να έχη οφθαλμούς πατρός.

Της πατρίδος λοιπόν το όνομα είνε το πρώτον και οικειότατον εις όλους διότι ουδέν μας είνε οικειότερον από τον πατέρα μας. Εάν δέ τις απονέμη εις τον πατέρα του τον δίκαιον σεβασμόν, όπως και ο νόμος και η φύσις προστάζουν, έπεται ότι πρέπει και την πατρίδα προ πάντων να σέβεται και αγαπά. Διότι και αυτός ο πατήρ ανήκει εις την πατρίδα και ο πατήρ του πατρός και όλοι οι πρόγονοι και μέχρι των πατρίων θεών φθάνει το όνομα. Και αυτοί οι θεοί αγαπούν τας πατρίδας των ναι μεν εποπτεύουν όλα τα ανθρώπινα και θεωρούν ως κτήσεις αυτών όλην την γην και την θάλασσαν, αλλ’ έκαστος εξ όλων των πόλεων προτιμά το μέρος εις το οποίον εγεννήθη.

Ούτω αι πλέον σεβασταί πόλεις είνε εκείναι αίτινες υπήρξαν πατρίδες θεών, και αι ιερώτεραι νήσοι είνε εκείναι εις τας οποίας τιμάται η γέννησις θεών και αι πλέον ευάρεστοι λατρείαι εις τους θεούς είνε εκείναι αίτινες προσφέρονται εις την ιδιαιτέραν εκάστου πατρίδα. Αφού δε εις τους θεούς είνε τόσον αγαπητόν το όνομα της πατρίδος, πώς να μη είνε ακόμη περισσότερον εις τους ανθρώπους; Από την πατρίδα του είδεν έκαστος κατ’ αρχάς τον ήλιον• καίτοι δε ο θεός ούτος είνε κοινός εις όλους, έκαστος όμως τον νομίζει ως θεόν πατρικόν, διότι κατά πρώτον τον είδεν από την πατρίδα του.

Εις την πατρίδα του ήρχισε και να λαλή, διδαχθείς πρώτον την διάλεκτον του τόπου του, και εκεί εγνώρισε τους θεούς. Εάν δε κανείς εγεννήθη εις πατρίδα τόσω μικράν, ώστε ν’ αναγκασθή να μεταβή εις άλλην προς ευρυτέραν εκπαίδευσιν, και την εκπαίδευσιν ταύτην οφείλει εις την πατρίδα του• διότι άνευ της πατρίδος του ουδέ το όνομα και την ύπαρξιν της πόλεως εκείνης θα εμάνθανε.

Νομίζω ότι οι άνθρωποι πάσαν τέχνην και μάθησιν αποκτούν διά να γίνουν ούτω χρησιμότεροι εις την ιδιαιτέραν πατρίδα. Αποκτούν δε και περιουσίας παρακινούμενοι υπό της φιλοτιμίας να συνεισφέρουν και υπέρ των κοινών της πατρίδος αναγκών. Και τούτο κατά την γνώμην μου είνε καθήκον αυτών, διότι δεν πρέπει να φαίνωνται αχάριστοι, αφού εις την πατρίδα οφείλουν τας μεγίστας ευεργεσίας. Εάν θεωρούμεν καθήκον να αποδίδωμεν τας ευεργεσίας εις τα άτομα, κατά μείζονα λόγον οφείλομεν ν’ ανταμείβωμεν τας προς ημάς ευεργεσίας της πατρίδος. Αι πόλεις έχουν νόμους τιμωρούντας τα τέκνα τα οποία φαίνονται αχάριστα προς τους γονείς πρέπει λοιπόν και εις την κοινήν πάντων μητέρα, την πατρίδα, να ευγνωμονούμεν, διότι μας ανέθρεψε και διότι μας εδίδαξε τους νόμους.

Δεν υπάρχει παράδειγμα ανθρώπου όστις μεταβάς εις άλλην πόλιν ελησμόνησε τον τόπον εις τον οποίον εγεννήθη. Αλλά και εκείνοι οίτινες δυστυχούν εις τα ξένα, συχνά ενθυμούνται την πατρίδα, ως το μέγιστον των αγαθών και εκείνοι οι οποίοι ευτυχούν, μολονότι κατά τα άλλα είνε ευχαριστημένοι, θεωρούν ως μεγίστην στέρησιν ότι δεν κατοικούν εις την πατρίδα, αλλ’ εις ξένην γην. Το ξενήτευμα φαίνεται ως όνειδος διά τούτο δε και όσοι εις τα ξένα κατώρθωσαν να αναδειχθούν είτε διά του πλούτου, είτε διά της δόξης, είτε διά της παιδείας, είτε δι’ ανδραγαθημάτων, βλέπομεν να σπεύδουν να επανέλθουν εις την πατρίδα και να νομίζουν ότι μόνον εκεί δύνανται να απολαύσουν καλλίτερα την ευτυχίαν των. Τοσούτω δε μάλλον επιθυμεί τις να επιστρέψη εις την πατρίδα του, όσω περισσότερον τιμάται μακράν αυτής.

Και οι νέοι αγαπούν την πατρίδα αλλά και οι γέροντες όσον αυξάνει η φρόνησίς των, τόσον διακαέστερος γίνεται ο προς την πατρίδα πόθος των. Πάντες οι γηράσαντες εύχονται και σπεύδουν ν’ αποθάνουν εις την πατρίδα των εκεί όπου ήρχισαν να ζουν θέλουν και να τελευτήσουν και να καταθέσουν το σώμα των εις την γην, ήτις τους ανέθρεψε και εις τους προγονικούς των τάφους. Εις όλους φαίνεται δυστύχημα μέγα να μένουν και μετά θάνατον εις την ξενητειάν και να κοιμώνται τον αιώνιον εις ξένην γην.

Παρά των αυτοχθόνων δύναταί τις να μάθη πόσον οι γνήσιοι πολίται είνε αφωσιωμένοι εις την πατρίδα των. Οι ξένοι, ως νόθοι, ευκόλως μεταναστεύουν, ούτε γνωρίζοντες, ούτε αγαπώντες πατρίδος όνομα έχοντες δε ως μέτρον ευτυχίας την ικανοποίησιν των τέρψεων του στομάχου των, θεωρούν ως πατρίδα πάντα τόπον, εις τον οποίον θα έχουν τα προς την ζωήν χρήσιμα. Αλλ’ εκείνοι διά τους οποίους η πατρίς είνε αληθής μήτηρ, αγαπούν την γην όπου εγεννήθησαν και ανετράφησαν, αδιάφορον αν είνε μικρά και τραχεία και άγονος και όταν δεν δύνανται να επαινέσουν την γονιμότητα και την ωραιότητα της γης, πάλιν δεν δυσκολεύονται να εύρουν λόγους διά να εγκωμιάζουν την πατρίδα των. Αν άλλοι υπερηφανεύωνται διά τας ευρείας πεδιάδας του τόπου των, διά τους λειμώνας και την ποικίλην φυτείαν αυτών, και αυτοί ευρίσκουν τρόπον να εγκωμιάσουν την πτωχήν πατρίδα μη δυνάμενοι να την λέγουν ιπποτρόφον, την επαινούν ως κουροτρόφον.

Και νησιώτης αν είνε τις και δύναται να ευτυχή εις ξένην χώραν, πάλιν ποθεί να επανέλθη εις την πατρίδα του και αθανασία αν του προσφέρουν, προτιμά ν’αποθάνη και να ταφή εις την πατρίδα του. Της πατρίδος ο καπνός θα του φανή λαμπρότερος από το πυρ της ξενητειάς.

Τόσον δε πολύτιμον είνε γενικώς της πατρίδος το όνομα, ώστε και οι νομοθέται εις όλας τας χώρας ως μεγαλειτέραν τιμωρίαν επέβαλαν την εξορίαν. Δεν φρονούν δε μόνον οι νομοθέται ούτω, αλλά και οι διοικούντες στρατούς και εις τας μάχας ως μεγίστην παρακίνησιν θεωρούν να λέγουν εις τους στρατιώτας ότι ο πόλεμος γίνεται χάριν της πατρίδος. Και ουδείς ο μη φιλοτιμούμενος εκ τούτου να πολεμήση καλώς. Το όνομα της πατρίδος και τον δειλόν μεταβάλλει εις ανδρείον.

Λουκιανός: «Πατρίδος εγκώμιον».

Σχόλια