Θεός λέγεται το μεταφυσικό παντοδύναμο ον, που σύμφωνα, με τις μονοθεϊστικές θρησκείες, δημιούργησε τον κόσμο και τον κυβερνά. Οι λέξεις θεός, θεά είναι τονικά παρώνυμα των θέος, θέα και εκείνες συγγενείς, παράγωγες από τη λέξη δέος > θέος > θεός, απ όπου και δέος > Δεύς – Deus > ΣΔΕΥΣ > Ζευς. Επομένως η λέξη θεός στην κυριολεξία σημαίνει αυτός που προκαλεί το δέος ή σε αυτόν στον οποίο κάνουμε δεήσεις κλπ, και «Δίας: Παρά την Διὸς γενικὴν, Δίας. ‘Η εις των Πελοπιδών. Γίνεται παρά το Δέος, Δεΐας και εν συναλοιφή, Δείας, δια της ΕΙ διφθόγγου ὁ δέος εμποιών. (Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό).
Στην αρχαία Ελλάδα: «ο Ζεύς, του Διός, τω Διί, τον Δία, ως Ζευ» , καθώς και Ταν/Δαν > Ζην, Ζηνός, Ζηνί, Ζήνα» = λατινικά Zeuw, Ju-pitter σήμαινε το στοιχείο της φύσης που ζωοποιεί, που δίδει το πνεύμα, τη ψυχή στα ζώντα όντα, το στοιχείο που είναι το αίτιο του ζην. Δωρικά ο Ζαν = Ιωνικά ο Ζην = ο αίτιος, αυτός που δίδει τη ζήση, τη ζωή.
Δίας = το διότι, το διά, το γιατί του ζειν (Ζευς). Οι λέξεις ζω, Ζην ή Ζευς και Ζωή είναι της ίδιας ρίζας. Ο Διόδωρος Σικελιώτης (1.9-13), σχετικά με το τι σήμαινε το όνομα Δίας στην αρχαία Αίγυπτο, αναφέρει:
«Οι πρώτοι άνθρωποι στην Αίγυπτο που χρησιμοποίησαν διαρθρωμένη γλώσσα έδωσαν ιδιαίτερο όνομα (σε καθένα από τα βασικά στοιχεία του σύμπαντος), σύμφωνα με τη φύση του. Το πνεύμα το ονόμασαν, μεθερμηνεύοντας τη λέξη τους, Δία, κι επειδή αυτός ήταν η πηγή της ψυχής των ζώων (πρβ στον χριστιανισμό: «και το πνεύμα εν είδη περιστεράς»), τον θεώρησαν υπό μίαν έννοια πατέρα των πάντων. Μ' αυτό, λένε, συμφωνεί κι ο μεγαλύτερος ποιητής των Ελλήνων (ο Όμηρος), όταν λέει πως «τούτος ο θεός είναι πατέρας ανθρώπων και θεών»…».
Ο Πλάτων, ο Διόδωρος και το αρχαίο «Μέγα Ετυμολογικό», σχετικά με τη μετάσταση και την ονομασία του Δία αναφέρουν:
«Ο Δίας νίκησε τον πατέρα του Κρόνο και τους Τιτάνες και γενικά επέδειξε μεγάλο ζήλο στο να τιμωρεί τους ασεβείς και τους πονηρούς, αλλά και στο να ευεργετεί τα πλήθη. Για όλα αυτά μετά τη μετάστασή του από τους ανθρώπους ονομάστηκε Ζην, διότι θεωρήθηκε αιτία του καλώς ζειν των ανθρώπων, ενώ εκείνοι που είχαν ευεργετηθεί του έκαναν την τιμή να το εγκαταστήσουν στον ουρανό και όλοι πρόθυμα τον αγόρευσαν θεό και κύριο του σύμπαντος κόσμου στον αιώνα το άπαντα….». (Διόδωρος Σικελιώτης, βίβλος 3, 61, 4-6).
«Διότι, πράγματι, το όνομα του θεού (Διός) είναι λόγος ακέραιος, τον οποίο έρχονται οι άνθρωποι και τον διχοτομούν και, αφού τον διχοτομήσουν, άλλοι μεν χρησιμοποιούν το ένα μέρος, άλλοι δε το άλλο - γι' αυτό άλλοι μεν τον αποκαλούν "Ζήνα", άλλοι δε "Δία" - μέρη πάντως, που, αν ενωθούν, δηλώνουν αμέσως τη φύση του θεού, φανερώνοντας δηλαδή ό,τι ακριβώς προσηκεί στο όνομα να μπορεί να επιτελεί και να απεργάζεται με μία λέξη: να κάνει. Διότι αίτιος του ζην του δικού μας και του ζην όλων των άλλων όντων δεν είναι δυνατόν να' ναι άλλος κανείς, πλην ο άρχων και ο βασιλιάς των πάντων, ο άρχων και ο βασιλιάς του σύμπαντος κόσμου. Ορθότατα, λοιπόν, ονομάζεται όπως ονομάζεται ο θεός αυτός, στον οποίο οφείλουν αιωνίως το ζην τους όλα τα ζωντανά όντα. Το δε όνομα του, ενώ ήταν ένα, ενιαίο και ακέραιο, έχει διχοτομηθεί, έχει διαιρεθεί, όπως είπα, σε δύο ονόματα: στο "Δία" και στο "Ζήνα".
(Πλάτων "Κρατύλος" 396.a.2 - 396.b.3)
Ζεύς: Ὁ θεός. Κορνούτος εν τω περί Ελληνικής θεολογίας φησὶν, ότι ψυχή ἐστι του παντός κόσμου, παρά το ζωή και αιτία είναι τοις ζώσι του ζην και δια τούτο βασιλεὺς λέγεται των όλων, ως και εν ημίν ἡ ψυχή. ‘Η ότι έζησε μόνος των του Κρόνου παίδων, και ου κατεπόθη. ‘Η από του ζην και του άω το γαρ ζωοποιόν ἐστι πνεύμα. ‘Η παρά το Ζα και το αὔω, το βοώ, ὁ μεγάλως αύων. ‘
Η παρά το δέος φοβερός γάρ. ‘Η παρά το δεύω, το βρέχω, δεύσω, Δεὺς και Ζεύς υέτιος γαρ ὁ θεός. Ή παρὰ την ζέσιν θερμότατος γαρ ὁ αήρ. Ή παρά τὸ ζέω, Ζεὺς, ως τρέω Τρεὺς, καὶ Ἀτρεύς. Σημαίνει δὲ τέσσαρα τον θεὸν, ἢ τον ουρανὸν, ως το, Ζεὺς δ᾽ επεί ουν Τρώας• σημαίνει και τον Ποσειδώνα, ως το, Ζεὺς δε κατά πόντον ἐτάραξεν σημαίνει και τον καταχθόνιον θεὸν, ως το, Ζεύς τε καταχθόνιος. Ὁ Πλούτων, Ἰλιάδος ι. σημαίνει και τον ήλιον, ίκετ᾽ αἰθέρα καὶ Διὸς αὐγάς. Διός ὁ κανών δύο κανόνες εἰσὶν οἱ μαχόμενοι ὁ μεν εις λέγει, ότι πάν όνομα μονοσύλλαβον ὀξύτονον μακροκατάληκτον εἰς λῆγον διὰ καθαροῦ τοῦ ΟΣ κλινόμενον τον χρόνον της ευθείας φυλάττει και εν τη γενική οἷον, δμὼς, δμωός θὼς, θωός καὶ ώφειλεν είναι Ζεὺς, Ζευός ὁ δε έτερος λέγει, ότι τα εις «εὺς» διά του «έοσ» κλίνονται καὶ ώφειλεν είναι Ζεὺς, Ζέος. Των ουν δύο κανόνων μαχομένων, εισήλθεν ἡ των Βοιωτών διάλεκτος, και εγένετο Ζευ'ς Διός. (Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό).
Ο Δίας, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ήταν ο ανώτατος θεός, η κορυφή της πυραμίδας του Ολυμπιακού Πανθέου, ο Άρχων του Ολύμπου και ο πατέρας θνητών και αθανάτων. Τα προσωνύμια του πολλά: πατέρας, δίκαιος, σοφός, κλπ, από τα οποία γνωστότερο ήταν το Ξένιος Δίας, καθώς ήταν ο προστάτης της φιλοξενίας.. Με βοηθούς τους υπόλοιπους θεούς κυβερνούσε από τον Όλυμπο τα όσα επί γης, τα όσα κάτω κάτω και όσα πάνω από τη γη.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο (9ος / 8ος αι. π.Χ.) ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων του Ολυμπιακού Πανθέου, ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, οι οποίοι είχαν γονείς τη Γη και τον Ουρανό. Ο Κρόνος, ο πατέρας του Δία, έτρωγε όλα τα παιδιά του μόλις γεννιόνταν, επειδή οι γονείς του του είχαν πει ότι είναι πεπρωμένο μια μέρα κάποιο από τα παιδιά του να του πάρει τη βασιλεία. Η Ρέα, η μητέρα του Δία, όταν επρόκειτο να γεννήσει το Δία, παρεκάλεσε τους γονείς της, τη Γη και τον Ουρανό, να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο με το οποίο θα μπορούσε να διαφύγει κάπου μακριά, όταν θα γεννούσε το Δία, για να τον γλιτώσει από του Κρόνου τα δόντια. Αυτοί υπάκουσαν και την έστειλαν μια νύκτα με βαθύ σκοτάδι στην πόλη Λύκτο της Κρήτης και απ’ εκεί στο όρος «η Δίκτη» (ή το Δίκτον), όπου γέννησε κρυφά το Δία. Ωστόσο κάποια στιγμή έμαθε ο Κρόνος τα καθέκαστα και ήλθε και ζήτησε να δει το παιδί. Η Ρέα γνωρίζοντας τις προθέσεις του Κρόνου σπαργάνωσε ένα βράχο και τον έδωσε στον Κρόνο, ο οποίος αμέσως τον καταβρόχθισε, νομίζοντας ότι είναι ο Δίας και τον οποίο αργότερα ξέρασε στον Παρνασσό.
«Πέμψαν δ’ ες Λύκτον, Κρήτης (τη Ρέα) ες πίονα δήμον/ οππότ’ άρ οπλότατον παίδων ήμελλε τεκέσθαι, / Ζήνα μέγαν, τον μεν οι εδέξατο Γαία πελώρη, Κρήτη εν ευρείη τραφέμεν ατιταλλέμεναί τε./ ένθα μιν ίκτο φέρουσα θοήν δια νύκτα μέλαιναν / πρώτην ες Δίκτον’ κρύψεν δε ε χερσί λαβούσα/ άντρω εν ηλιβάτω ζαθέης υπό κεύθεσι Γαίης, αιγαίω εν όρει
πεπυκασμένω υλήεντι». (Θεογονία Ησιόδου, στίχοι 476 – 485, Έκδοση Κ. Σιτλ - Συλλόγος Καθηγητών Κωνσταντινούπολης έτος 1889, έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας των Ελληνικών Γραμμάτων – Π. Λεκατσάς - ΠΑΠΥΡΟΣ, έτος 1938).
Σύμφωνα μ' έναν άλλους μύθους, η Ρέα με τη βοήθεια τις κόρες του του βασιλιά Μελισσέα, Ίδη και Αδράστεια, τις καλούμενες μετά «ιερές μητέρες», γέννησε το Δία σε μια σπηλιά του όρους Δίκτη, στο Δικταίο άντρο. τις οποίες μετά θάνατο τοποθέτησε ο Δίας ως αστερισμούς, που είναι η μικρή και μεγάλη Άρκτος, σύμφωνα με τον Άρατο. Η Ίδη μάλιστα χάρισε στο μικρό θεό και το πρώτο του παιχνίδι. Μια κρυστάλλινη σφαίρα που όταν την πετούσε ψηλά άφηνε λαμπρές πολύχρωμες γραμμές στον αέρα, όπως τα άστρα του ουρανού. Οι Νύμφες τον τοποθέτησαν σε μια ολόχρυση κούνια, που την κρέμασαν ανάμεσα στις φυλλωσιές μιας τεράστιας βελανιδιάς, έτσι ώστε να αιωρείται ανάμεσα στη γη και τον ουρανό και ο Κρόνος να μην μπορεί να τον βρει. Το κλάμα όμως του θεϊκού βρέφους ήταν πολύ δυνατό. Οι νεαροί (= οι κούροι – Κουρήτες), για να αποφύγουν κάποια ανεπιθύμητη επίσκεψη του Κρόνου εξαιτίας όλης αυτής της φασαρίας κάθε φορά που ο Δίας έκλαιγε, άρχιζαν να χορεύουν έναν άγριο πολεμικό χορό, τον πυρρίχιο, και να τραγουδούν βγάζοντας πολεμικές ιαχές και χτυπώντας με τα δόρατα και τα ακόντια πάνω στη γη και στις ασπίδες και έτσι ο Κρόνος δεν μπορούσε να ακούσει το κλάμα του μωρού. Ο Δίας στη συνέχεια μεγάλωσε πίνοντας γάλα από μια αίγα (κατσίκα), την καλούμενη Αμάλθεια. Ο θεός ανατράφηκε με αμβροσία και νέκταρ, δηλαδή με το φαγητό και το ποτό των αθανάτων. Ολόλευκα ιερά περιστέρια κουβαλούσαν την αμβροσία και τάιζαν μόνα τους το βρέφος, όπως ακριβώς έκαναν με τα μικρά τους. Ένας αετός, με γυαλιστερά φτερά και γαμψά νύχια, πετούσε κάθε βράδυ με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μέσα από τους αιθέρες, και έφτανε στην πηγή, απ' όπου αντλούσε το νέκταρ και το μετέφερε στο βουνό της Κρήτης. Μάλιστα κάποια μέρα ο Δίας από απροσεξία και επειδή δεν μπορούσε να ελέγξει τη θεϊκή του δύναμη, έσπασε ένα κέρατο της Αμάλθειας. Λυπήθηκε πάρα πολύ και για να παρηγορήσει το ευλογημένο ζώο, έδωσε το κέρατο στη Νύμφη Αμάλθεια, αφού πρώτα το προίκισε με μαγικές ιδιότητες. Αυτός που το είχε, αρκούσε μόνο να κάνει μια ευχή και αμέσως εμφανίζονταν μπροστά του όλα τα καλά του κόσμου. Από τότε έμεινε γνωστό ως "κέρας της Αμάλθειας" ή "κέρας της Αφθονίας". Όταν η κατσίκα γέρασε και πέθανε, ο Δίας λυπήθηκε πολύ. Από το δέρμα της έφτιαξε την παντοδύναμη αιγίδα του, που ήταν το πιο σημαντικό όπλο του στην Τιτανομαχία. Το θεϊκό παιδί ανατράφηκε επίσης και με μέλι και βασιλικό πολτό από τα μελίσσια που όταν εκεί.
Όταν μεγάλωσε ο Δίας αφενός έριξε στα Τάρταρα τον ασεβή πατέρα του και όσους είχε βοηθούς του και αφετέρου έδειξε την ευγνωμοσύνη του σ' όλα τα πλάσματα που βοήθησαν στην ανατροφή του. Έτσι έκτισε μια πόλη στη γενέτειρά του τη Δίκτη, έκανε την αίγα Αμάλθεια και τον αετό του αστερισμούς και στα χαριτωμένα περιστέρια ανέθεσε την ευχάριστη υπηρεσία να αναγγέλλουν τις εποχές.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε στα σχόλια να είσαστε κόσμιοι και να μην προσβάλλετε τους συνομιλητές σας. Σχόλια με ύβρεις θα διαγράφονται.