Το ερώτημα του θανάτου είναι η απάντηση της ζωής. Παρμενίδης

Το όν σύμφωνα με την κοσμοαντίληψη του Παρμενίδη είναι έν, αδιαίρετο, άφθαρτο, και χωρίς σκοπό (Παρμενίδης, απόσπασμα 7). «Το γαρ αυτό νοείν εστίν και είναι» (Παρμ. Απ. 3).

Ο νούς ως κυβερνήτης της ψυχής (Πλάτων, Φαίδρος 247 d) δεν χωρίζεται από το όν. Παρ’όλα αυτά υπάρχει η οδός της ανθρώπινης κατ’αίσθησιν δοξασίας, η οποία είναι πλανεμένη σύμφωνα με τον Παρμενίδη, καθ’όσον υποθέτει την γένεση των όντων από το μη Είναι (Παρμεν. Απόσπ. 6-7).

Εστί ή ουκ εστί , είναι η βασική αρχή της διαλεκτικής του Παρμενίδου (καθ’ότι ως γνωστόν, ο Παρμενίδης ξεγέννησε την διαλεκτική προκειμένου να την καλλιεργήσει εν συνεχεία ο μαθητής του Ζήνων, βλ. Πλάτων Παρμενίδης). Το Είναι εστί, το μηδέν ούκ εστί. Το δε είναι ταυτίζεται με το νοείν. «χρή το λέγειντε νοείν τα εόν έμμενται. Έστι γάρ είναι, μηδέν δ ‘ ούκ εστίν... Είναι ανάγκη να νοούμε ότι υπάρχει μόνον το όν. Το Είναι υπάρχει, το Μηδέν δεν υπάρχει» (Παρμεν. Απόσπ. 6) Σύμφωνη προς την κοσμοαντίληψη του Παρμενίδη είναι και το μοντέλο της θεωρίας του ολογραφικού σύμπαντος, το οποίο ταυτίζει την ουσία του κόσμου με την νόηση, πέραν την εμπειρικής και αισθητής υποκειμενικότητος ή πλάνης των αισθήσεων. Αφού το ολόγραμμα του σύμπαντος είναι κοινό σε όλα τα ανθρώπινα όντα, τότε η πραγματικότητα του σύμπαντος παύει να είναι αποκλειστικά υποκειμενική, αλλά υποκειμενικό είναι το αποτέλεσμα της αντίληψης και της παρατήρησης επί της προβολής της πραγματικότητας αυτής του σύμπαντος (όντως όν). Εφόσον η γένεση και η φθορά εμπίπτουν εντός του πεδίου του αισθητού γίγνεσθαι, το όν είναι ομοιογενές, ακίνητον και συνεχές { «συνεχή έστιν , ών τα πέρατα έν» Πρόκλος, στοιχείωσις φυσική ορισμός α’ και Αριστοτέλης , Φυσικά Ε’3 όπως και Ζ’231 }. Οι μεταβολές του γίγνεσθαι εμπίπτουν εντός των ορίων των αισθήσεων του παρατηρητή προς το φαίνεσθαι, το οποίο καθ’ημάς και σε συνάρτηση με εμάς μεταβάλλεται. Γι’αυτό, για τον Παρμενίδη, το γίγνεσθαι και το φαίνεσθαι {ο,τιδήποτε αποφατικά δεν στερείται των προαναφερθεισών ιδιοτήτων του όντος, οι οποίες είναι το ότι είναι ομοιογενές, ακίνητον, συνεχές, έν, αδιαίρετο, άφθαρτο, και χωρίς σκοπό} αποτελούν το μη όν. Αναλόγως, για την σύγχρονη φυσική και νευροφυσιολογία, ο κόσμος είναι έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε, διότι αυτό το ολογράφημα αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος εγκέφαλος, συμπεριλαμβανομένου το περιορισμού των συχνοτήτων και των μηκών κύματος που αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις. Ο δε φιλόσοφος, ως εραστής της αλήθειας ο οποίος καλλιεργεί την ερωτική έρση προς το νέο και το νοητό (βλ. Πλάτων, Κρατύλος ορισμός νοήσεως), δεν παρατηρεί απλά αλλά μετέχει ως ενεργός δρών καθώς αναγνωρίζει όσα ευρίσκει ως αναμνήσεις (βλ. Πλάτων, Θέογνις 432), όπως και να ελέγχει όσα ξεγεννά από τον νού, διακρίνοντας την επιστήμη (βλ. ορισμό επιστήμης του Πλάτωνα στον Κρατύλο) από τα υπηνέμια (βλ. Πλάτων, Θεαίτητος 160ε-161α).
Σε αυτές τις δύο οδούς αναφέρεται ο Μεγάλος Παρμενίδης, λέγοντας «Ει δ αγεγών ερέω κόμισαι δε συ μύθον ακούσα αίπερ οδοί μούναι διζήσιος είσι νοήσαι. Η μέν όπως έστιν τε και ως ούκ έστιν μη είναι. Πειθούς έστι κέλευθος (αληθείη γαρ οπηδεί) ή δ ως ούκ έστιν τε και ως χρεών έστι μη είναι, την δη τοί φράζω παναπευθέα έμμεν αταρπόν. Ούτε γάρ αν γνοίης το γε μηεόν (ού γαρ ανυστόν) ούτε φράσσις...θα μιλήσω και δέξου τον μύθο (λέγει στον Παρμενίδη η μούσα Υψιπύλη -όπως την ονοματίζει ο Πρόκλος στο υπόμνημα εις Πλάτωνος Παρμενίδην ) αφού ακούσεις ποιες οδοί υπάρχουν που μπορείς να νοήσεις. Η μία οδός εξέτασης λέει ότι υπάρχει το Είναι και ότι το μη είναι δεν υπάρχει. Αυτή η οδός είναι πειστική διότι ακολουθεί την αλήθεια. Η άλλη οδός είναι είναι εκείνη που λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα και ότι είναι ανάγκη να μην υπάρχει. Αυτή η οδός είναι από τα πιο ανήκουστα, καθώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις ούτε να εκφράσεις το μη όν» (Παρμενίδης, απόσπ. 2). Η διαλεκτική μέθοδος του Παρμενίδη, όπως αυτή εκφράζεται αποφατικά μέσα από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο, οδηγείται στην μαθηματική μέθοδο προσέγγισης του ενός όντος. Η οντολογία του Παρμενίδη ορίζει πως το όν «ταυτόν δε μένον καθ’ εαυτό τε κείται χούτως έμπεδον αύθι μένει......μένοντας καθ αυτό στον εαυτό του κείτεται μόνο του και πάντα έμπεδον μένει» (Παρμεν. Αποσπ. 7). Από εκεί και πέρα, τα πάντα γίνονται φαινομενικά από την σχέση του φωτός και της νυκτός, του νοητού και του αισθητού δηλαδή, υπό τον νόμο της Ανάγκης που δένει τα άστρα (Παρμ. Απόσπ. 9 και 10). Κι αυτό εφόσον «ως γάρ έκαστος έχει κράσιν μελέων πολυπλάγκτων , τως νόος ανθρώποισι παρίσταται. Το γάρ αυτό έστιν όπερ φρονέει, μελέων φύσις ανθρώποισιν και πάσιν και παντί. Το γάρ πλέον εστί νόημα.Ούτω τοι κατά δόξαν έφυ τάσε και νύν έασι και μετέπειτ ‘ από τούδε τελευτήσουντι τραφέντα. Τοίς δ όνομα άνθρωποι κατέθεντ επίσημον εκάστω.... Ο νούς στους ανθρώπους παρουσιάζεται ανάλογα με την κράση της μείξης των πολυκίνητων μερών, που παρίσταται στο καθένα.Το ίδιο είναι δηλαδή η φύση των στοιχείων μέσα στους ανθρώπους, σ’όλους και στον καθένα χώρια. Εκείνο που πλεονάζει (φώς ή νύχτα) εστί το νόημα. Έτσι είναι αυτά κατά την δοξασία των ανθρώπων και έτσι και τώρα είναι και αφού αναπτυχθούν κάποτε παίρνουν τέλος. Γι’αυτό οι άνθρωποι όρισαν ονόματα ώστε να διακρίνουν το καθένα» (Παρμεν. Απόσπ. 16,17,18,19). Ο Παρμενίδης, εκτός από την οντολογία και την διαλεκτική, όρισε και την ακρίβεια στην επιστημονική μέθοδο των φυσικών επιστημών, συμπεριλαμβάνοντας στην φιλοσοφική του σχολή (την ελεατική) τα αξιώματα της φιλοσοφίας του Μέγιστου Ηρακλείτου, ώστε οι δύο φιλοσοφικές θέσεις να μην συγκρούονται, αλλά να αλληλοσυμπληρώνονται. «Πώς γαία και ήλιος ηδέ σελήνη αιθήρ τε ξυνός γάλα τ’ ουράνιον και όλυμπος έσχατος ηδ άστρων θερμόν μένος ωρμήθησαν γίγνεσθαι.Αι γαρ στεινότεραι πλήντο πυρός ακρήτοιο, αι δ επί ταίς νυκτός, μετά δε φλογός ίεται αίσα. Εν δε μέσω τούτων δαίμων ή πάντα κυβερνά. Πάντα γάρ στυγεροίο τόκου και μίξιος άρχει, πέμπους’ άρσενι θύλη μιγήν, το τα’ εναντίον αύτις άρσεν θηλυτέρω...Πώς η γαία και ο ήλιος και η σελήνη και ο αιθήρ που όλα αυτά τα περιβάλλει από κοινού και ο γαλαξίας και ο έσχατος όλυμπος και τα άστρα με το θερμό τους μένος όρμησαν στο γίγνεσθαι. Οι στ ενότεροι δακτύλιοι είναι γεμάτοι καθαρό πύρ και οι αμέσως επόμενοι από νύχτα και στο μεταξύ ορμά μέρος της φλόγας. Ανάμεσα σε αυτάδαίμων τα πάντα κυβερνά, διότι κινεί τα πάντα, τον τοκετό και την μείξη, πέμποντας το θηλυκό να σμίξει με το αρσενικό κι αντίστροφα» (Παρμεν. Αποσπ. 11 και 12). Προφανώς, ο Παρμενίδης μέσα από το ποιήματα του «περί φύσεως» αναφέρεται παράλληλα σε δύο επίπεδα, ένα φυσικό-ενδοκοσμικό κι ένα νοητικό-υπερκόσμιο. Αρχίζοντας από το φυσικό, διατυπώνει το αξίωμα «νυκτιφαές περί γαίαν αλώμενον αλλότριον φώς αιεί παπταίνουσα προς αυγάς ηέλιο... Φώς που φωτίζει την νύχτα, δανεικό, πλανιέται γύρω από την γαία που στρέφεται συνέχεια προς τις ακτίνες του ήλιου» (Παρμενίδης, απόσπ. 14), το οποίο μάλλον απλοποίησε αργότερα ο Αναξαγόρας ως «και επεί ήρξατο ο νούς κινείν από του κονουμένου παντός αποκρίνετο, και όσον εκίνησεν ο νους, πάν τούτο διεκρίθη. Κινουμένων δε και διακεκρινομένων η περιχώρησις πολλώ μάλλον εποίει διακρίνεσθαι...Ήλιος εντίθησι τη σελήνη το λαμπρόν...και όταν άρχισε ο νούς να κινεί, βρισκόταν μακριά από το κινούμενο πάν. Όσα έθεσε σε κίνηση ξεχώρισαν το ένα από το άλλο και ενώ κινούνταν και διαφοροποιούνταν, η περιστροφική κίνηση συντελούσε όλο και περισσότερο στο να ξεχωρίζει το ένα με το άλλο... Ο ήλιος χαρίζει την λάμψη στην σελήνη» (Αναξαγόρας, απόσπ. 13 και 19). Ο τελεστικός λόγος του Παρμενίδη στο έργο του «περί φύσεως» (λαμβάνοντας υπ’όψιν την διαλεκτική τουμέθοδο όπως αυτή παρουσιάζεται στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο) οδηγεί από τα καθ’ημάς στα καθ’αυτά, όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα «Φυσικά» Α1.Ξεκινάει επαγωγικά εξετάζοντας τον φυσικό κόσμο ώστε να φτάσει αποφατικά στο όντως όν. «Είση δ αιθερίαν τε φύσιν τα τα εν αιθέρι πάντα σήματα και καθαρά ευαγέος ηελίοιο λαμπάδος έργ’ αίδηλα και οππόθεν εξεγένοντο, έργα τε κύκλωπος πεύση περίφοιτα σελήνης και φύσιν, ειδήσεις δε και ουρανόν αμφίς έχοντα ένθεν έφυ τε και ως μιν άγουσα επέδησεν Ανάγκη πείρατ’ έχειν άστρων... και θα γνωρίσεις την φύση του αιθέρα και όλους τους αστερισμούς που υπάρχουν μέσα σε αυτόν και τα άδηλα έργα της φλόγας πώς έγιναν, όπως και τα έργα της κυκλώπειας περιπλανώμενης σελήνης, καθώς και την φύση της και τέλος θα πληροφορηθείς για τον ουρανό που μας περιέχει, από πού προήλθε και πώς η Ανάγκη τον έδεσε γερά να κρατά τα έσχατα όρια των άστρων» (Παρμ. Αποσπ. 10).

Σχόλια